εισκομιδή

εισκομιδή
η
1) перенесение внутрь; 2) ввоз, импорт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εισκομιδή" в других словарях:

  • εισκομιδή — εἰσκομιδή, η (Α) 1. εισαγωγή, τροφίμων στην πόλη 2. εισαγωγή τής σοδειάς από τους αγρούς στην πόλη ή σε αποθήκες 3. εισαγωγή …   Dictionary of Greek

  • εἰσκομιδῇ — εἰσκομιδή importation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσκομιδή — importation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσκομιδαῖς — εἰσκομιδή importation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσκομιδῆς — εἰσκομιδή importation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσκομιδήν — εἰσκομιδή importation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκομιδαί — εἰσκομιδή importation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκομιδή — εἰσκομιδή importation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκομιδήν — εἰσκομιδή importation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισκόμιση — η εισκομιδή, εισαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισκόμισις μαρτυρείται από το 1875 στον Εμμ. Κόκκινο] …   Dictionary of Greek

  • εἰσκομιδάς — εἰσκομιδά̱ς , εἰσκομιδή importation fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»